αναλλοίωτος

αναλλοίωτος
Στα μαθηματικά, έστω μία ομάδα (σύμπλεγμα) G μετασχηματισμών του επιπέδου, του χώρου ή, γενικότερα, ενός συνόλου, έστω E, στον εαυτό του. Μία έννοια ή μία ιδιότητα –που αφορά ένα σχήμα του επιπέδου, του χώρου ή του συνόλου E– ονομάζεται α. ως προς την ομάδα μετασχηματισμών G, εάν (και μόνον εάν) κάθε μετασχηματισμός από την ομάδα G την αφήνει αμετάβλητη. Π.χ. το εμβαδόν ενός τετραγώνου είναι α. ως προς την ομάδα των μεταφορών ή των στροφών του επιπέδου, γιατί κάθε μεταφορά ή στροφή μεταφέρει το τετράγωνο επίσης σε τετράγωνο και μάλιστα ίσο με το αρχικό (δηλαδή με το αυτό εμβαδόν). Έστω X μία άλγεβρα και Ι μία υπάλγεβρα της X. Η Ι ονομάζεται α. δεξιά (αντίστοιχα: αριστερά), εάν (και μόνον εάν) για κάθε στοιχείο x της άλγεβρας Χ το γινόμενο ix (αντίστοιχα το xi) ανήκει στην υπάλγεβρα Ι για κάθε στοιχείο της i. Ανάλογα και με την ίδια έννοια γίνεται λόγος για ένα δεξιά (αντίστοιχα: αριστερά) ιδεώδες, όταν αντί της άλγεβρας X, πρόκειται για έναν δακτύλιο. Π.χ. στον δακτύλιο των ακεραίων, έστω E (το σύνολο των αρτίων) για κάθε i από το Ρ (δηλαδή για κάθε άρτιο). Ένα υποσύμπλεγμα Η ενός συμπλέγματος G λέγεται α., εάν (και μόνο εάν) το Η μετατίθεται με κάθε στοιχείο g από το G, δηλαδή εάν (και μόνο εάν) gH = Hg.
* * *
-η, -ο (Α ἀναλλοίωτος, -ον) [ἀλλοιῶ]
αυτός που δεν αλλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αλλοιωθεί, αμετάβλητος, και επεκτατικά σταθερός, ακλόνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀναλλοίωτος — unchangeable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλλοίωτος — η, ο επίρρ. α 1. αμετάβλητος: Τα χρώματα αυτού του υφάσματος είναι αναλλοίωτα. 2. σταθερός, ακλόνητος: Διατηρεί αναλλοίωτες τις απόψεις του στο ζήτημα αυτό. 3. το ουδ. ως ουσ., το αναλλοίωτο η ιδιότητα του αναλλοίωτου: Τα ευγενή μέταλλα έχουν το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλλοιώτως — ἀναλλοίωτος unchangeable adverbial ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλλοίωτον — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem acc sg ἀναλλοίωτος unchangeable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • ἀναλλοιώτοις — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλλοιώτου — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλλοιώτους — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλλοιώτῳ — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλλοίωτα — ἀναλλοίωτος unchangeable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”